υποπομπή

υποπομπή
ἡ, Α
(ποιητ. τ.) προσταγή, διαταγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που απαντά στην δοτ. πληθ. ὑποπομπαῖς, πιθ. αντί τού ὑπὸ πομπαῖς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”